- φάρεσιν
- φάροςa large piece of clothneut dat plφᾶροςa large piece of clothneut dat plφά̱ρεσιν , φᾶροςa large piece of clothneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φάρεσιν — Φάρης masc dat pl Φά̱ρεσιν , Φᾶρις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek